Η ρίζα μας
Η ρίζα μας by Damianos Chronakis on Scribd
Η ιστορία του τόπου μας
Θα ήταν άδικο να μην αναφερθούμε στα αιματοβαμμένα βουνά των Αγράφων και ειδικά στο Γρεβενοδιάσελο. Το Γρεβενοδιάσελο είναι ο χαμηλότερος αυχένας των συνόρων Θεσσαλίας και Ευρυτανίας που συνδέει την Θεσσαλία και ειδικά την Καρδίτσα με τα χωριά των Αγράφων του Βάλτου και του Ξηρόμερου.
Πριν αναφερθούμε στις μάχες θα αναφερθούμε στο Σαραντάπορο και το ιστορικό της ονομασίας Σαρανταπόρου. Το Σαραντάπορο είναι συνοικισμός της Νεράιδας πρώην Σπινάσας που άρχισε να αναπτύσσεται προ 170-190 χρόνων και δεν έχει μακρά ιστορία να παρουσιάσει.
Ιστορικά ντοκουμέντα: Ο Ραγκαβής που ασχολήθηκε τον περασμένο αιώνα με την περιγραφή των ορεινών Αγραφιώτικων χωριών έγραψε ότι στην απογραφή που έγινε το 1851, το Σαραντάπορο ήταν τόπος λιγοκατοικούμενος. Σύμφωνα με την παράδοση η πιθανότερη εκδοχή είναι ο συνοικισμός μας, να πήρε το όνομα Σαραντάπορο, από το γεγονός ότι ο μοναδικός δρόμος που συνέδεε εκείνη την εποχή το Αγρίνιο και όλα τα παραμεγδόβια με την Θεσσαλία χωριά, από την οποία προμηθεύονταν όλοι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών την περίφημη μπομπότα ( που αποτελούσε τη βασική διατροφή της εποχής εκείνης), περνούσε απ'τη θέση Αμπλα Γάκενας μέχρι τη θέση Μαντζαράκη και σε πολλά σημεία περνούσε μέσα από το ποτάμι, το οποίο είχε πλούσιους όρμους και σαράντα πόρους. Οι κουρασμένοι πεζοπόροι που κατά τους χειμερινούς μήνες πότε ξεπάγιαζαν από το κρύο και πότε κινδύνευαν να πνιγούν, για να δηλώσουν την ταλαιπωρία τους που υφίσταντο στο ποτάμι αυτό, ανέβαζαν των αριθμό των πόρων σε σαράντα και έτσι έμεινε στο ποτάμι το όνομα Σαραντάπορο ( ποτάμι ) από το οποίο πήρε το ίδιο όνομα και ο συνοικισμός.
Ο πρώτος κατά την παράδοση που εγκαταστάθηκε στο Σαραντάπορο ήταν ο αποσχηματισμένος Παππάς ονόματι Θάνος που κατάγονταν από τούς Σοφάδες Θεσσαλίας ο οποίος κατά λάθος σκότωσε την παπαδιά του και ερχόμενος εδώ ξαναπαντρεύτηκε και δημιούργησε μεγάλη οικογένεια από όπου και οι σημερινοί Θανέοι στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν κατά περιόδους φεύγοντας από τη Σπινάσα οι σημερινοί Βουλγαρέοι οι Σπανέοι οι Καραβανέοι οι Γακέοι και οι Παππαδέοι. Εν τω μεταξύ ήρθαν και άλλοι από άλλα μέρη όπως οι Λιαπαίοι που καταγόταν από τα Βραγκιανα οι Ναπαίοι απο τη Χιμάρα Αλβανίας οι Τσιτσιμπαίοι ήρθαν από την έξοδο του Μεσολογγίου οι Βουρλαιοι απο το ξηρόμερο Βάλτου οι Μαργαριταραίοι απο την Αγιά Λαρίσης οι Θωμαίοι από την Καστοριά και οι Αυγεραίοι βλάχοι σαρακατσάνοι που εγκαταστάθηκαν εδώ και έτσι σιγά σιγά αποτέλεσαν το Σαραντάπορο διεσπαρμένο. Ο καθένας όπως αναφέραμε σε κάποιο χωράφι του και κοντά σε πηγή νερού.
Συγκέντρωση Σαρανταπόρου σε πρότυπο οικισμό
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, οι κάτοικοι του οικισμού Σαρανταπόρου, ήτανε διάσπαρτοι σε διάφορα μέρη. Το 1970, μια ομάδα Σαρανταποριτών, με μπροστάρη τον αείμνηστο άξιο Κλεομένη Χαλάτση, Πρόεδρο της Κοινότητας Νεράϊδας, ο οποίος ήξερε το πώς να χειρίζεται τα πράγματα και να κερδίζει και ο οποίος ανέλαβε να φέρει σε πέρας το έργο αυτό, συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το Σαραντάπορο. Ο Κλεομένης Χαλάτσης, έφερε εις πέρας το έργο αυτό, με μεγάλη επιτυχία και σε μηδέν χρόνο.
Πριν αναφερθούμε στις μάχες θα αναφερθούμε στο Σαραντάπορο και το ιστορικό της ονομασίας Σαρανταπόρου. Το Σαραντάπορο είναι συνοικισμός της Νεράιδας πρώην Σπινάσας που άρχισε να αναπτύσσεται προ 170-190 χρόνων και δεν έχει μακρά ιστορία να παρουσιάσει.
Ιστορικά ντοκουμέντα: Ο Ραγκαβής που ασχολήθηκε τον περασμένο αιώνα με την περιγραφή των ορεινών Αγραφιώτικων χωριών έγραψε ότι στην απογραφή που έγινε το 1851, το Σαραντάπορο ήταν τόπος λιγοκατοικούμενος. Σύμφωνα με την παράδοση η πιθανότερη εκδοχή είναι ο συνοικισμός μας, να πήρε το όνομα Σαραντάπορο, από το γεγονός ότι ο μοναδικός δρόμος που συνέδεε εκείνη την εποχή το Αγρίνιο και όλα τα παραμεγδόβια με την Θεσσαλία χωριά, από την οποία προμηθεύονταν όλοι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών την περίφημη μπομπότα ( που αποτελούσε τη βασική διατροφή της εποχής εκείνης), περνούσε απ'τη θέση Αμπλα Γάκενας μέχρι τη θέση Μαντζαράκη και σε πολλά σημεία περνούσε μέσα από το ποτάμι, το οποίο είχε πλούσιους όρμους και σαράντα πόρους. Οι κουρασμένοι πεζοπόροι που κατά τους χειμερινούς μήνες πότε ξεπάγιαζαν από το κρύο και πότε κινδύνευαν να πνιγούν, για να δηλώσουν την ταλαιπωρία τους που υφίσταντο στο ποτάμι αυτό, ανέβαζαν των αριθμό των πόρων σε σαράντα και έτσι έμεινε στο ποτάμι το όνομα Σαραντάπορο ( ποτάμι ) από το οποίο πήρε το ίδιο όνομα και ο συνοικισμός.
Ο πρώτος κατά την παράδοση που εγκαταστάθηκε στο Σαραντάπορο ήταν ο αποσχηματισμένος Παππάς ονόματι Θάνος που κατάγονταν από τούς Σοφάδες Θεσσαλίας ο οποίος κατά λάθος σκότωσε την παπαδιά του και ερχόμενος εδώ ξαναπαντρεύτηκε και δημιούργησε μεγάλη οικογένεια από όπου και οι σημερινοί Θανέοι στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν κατά περιόδους φεύγοντας από τη Σπινάσα οι σημερινοί Βουλγαρέοι οι Σπανέοι οι Καραβανέοι οι Γακέοι και οι Παππαδέοι. Εν τω μεταξύ ήρθαν και άλλοι από άλλα μέρη όπως οι Λιαπαίοι που καταγόταν από τα Βραγκιανα οι Ναπαίοι απο τη Χιμάρα Αλβανίας οι Τσιτσιμπαίοι ήρθαν από την έξοδο του Μεσολογγίου οι Βουρλαιοι απο το ξηρόμερο Βάλτου οι Μαργαριταραίοι απο την Αγιά Λαρίσης οι Θωμαίοι από την Καστοριά και οι Αυγεραίοι βλάχοι σαρακατσάνοι που εγκαταστάθηκαν εδώ και έτσι σιγά σιγά αποτέλεσαν το Σαραντάπορο διεσπαρμένο. Ο καθένας όπως αναφέραμε σε κάποιο χωράφι του και κοντά σε πηγή νερού.
Συγκέντρωση Σαρανταπόρου σε πρότυπο οικισμό
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, οι κάτοικοι του οικισμού Σαρανταπόρου, ήτανε διάσπαρτοι σε διάφορα μέρη. Το 1970, μια ομάδα Σαρανταποριτών, με μπροστάρη τον αείμνηστο άξιο Κλεομένη Χαλάτση, Πρόεδρο της Κοινότητας Νεράϊδας, ο οποίος ήξερε το πώς να χειρίζεται τα πράγματα και να κερδίζει και ο οποίος ανέλαβε να φέρει σε πέρας το έργο αυτό, συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το Σαραντάπορο. Ο Κλεομένης Χαλάτσης, έφερε εις πέρας το έργο αυτό, με μεγάλη επιτυχία και σε μηδέν χρόνο.

Ας είναι ελαφρύ το νεραϊδιώτικο χώμα που τον σκεπάζει. Αιωνία σου η μνήμη Αγαπητέ Μένιο.
Οι φίλοι σου.
Οι φίλοι σου.
Πανοραμική άποψη του Σαρανταπόρου
Ο Κατσαντώνης και οι μάχες ενάντια στον Αλή Πασά
Δεν υπάρχει χωριό στην αγραφιώτικη περιοχή που να μην ιστορεί κάποια ηρωική δράση των Κατσαντωναίων. Διαβαίνοντας λοιπόν από τα αγραφιώτικα χωριά, ακούμε "στου Κατσαντώνη τη Βρύση", "στου Κατσαντώνη το πήδημα", "στου Κατσαντώνη τα ταμπούρια", "στου Κατσαντώνη τη σπηλιά" κ.α. Ακόμα και στη δική μας περιοχή, στο Ξερολάγγαδο, λίγο πιο κάτω από του Μανώλη τη σπηλιά, στη θέση Φορτόπι, υπάρχει ένα μικρό τουρλώτο υψωματάκι που λέγεται έως σήμερα, το λημέρι του Κατσαντώνη. Εκεί έστηνε, κατά την παράδοση, το καραούλι του, ο τρομερός οπλαρχηγός, ενεδρεύοντας να πετσοκόψει τα τουρκικά ασκέρια που θα περνούσαν το Μέγα Γεφύρι προς τα χωριά των Αγράφων.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, πατέρας του Κατσαντώνη, γεννήθηκε στο Βασταβέτσι (Πετροβούνι) της Ηπείρου. Κυνηγημένος από τον Αλή πασά πήρε το μικρό του κοπάδι και κατευθύνθηκε για να κρυφτεί στην περιοχή των Αγράφων, όπου κυριαρχούσε η κλεφτουριά με πρώτο κλέφτη τον ξακουστό Βασίλη Δίπλα. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας, όπου οι κάτοικοι του χωριού τον καλοδέχτηκαν, τον βοήθησαν να στεριώσει και μάλιστα τον πάντρεψαν με την Αρετή, μια συγχωριανή τους, κόρη του κλεφτοκαπετάνιου στ' Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα αγόρια : 1) τον Κατσαντώνη, 2) τον Κώστα Λεπενιώτη, που γεννήθηκε στη Λεπενού, 3) τον Γιώργο Χασιώτη, που γεννήθηκε στα Χάσια και 4) το Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και την κόρη τους Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων.
Στο Μάραθο γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης. (Υπάρχουν ορισμένες αντιρρήσεις αν ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Μάραθο. Μερικοί, όπως ο Κ. Ρωμαίος υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε κοντά στο Βασταβέτσι. Οι περισσότεροι όμως από τους περιηγητές ή ιστοριογράφους, όπως ο Fauriel, ο Pouqueville, ο Emerson, αλλά κυρίως ο γερουσιαστής Γιάννης Τσιγκόλης, που έγραψε τις σημειώσεις του ακολουθώντας πιστά τη διήγηση του Θεοδοσίου Νικοθέου, γιου του Νικοθέου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ήρωάς μας γεννήθηκε στα Άγραφα και μάλιστα στον τόπο εγκατάστασης του πατέρα του, το Μάραθο). Ως προς τη χρονολογία γέννησής του υπάρχουν και εκεί αντικρουόμενες απόψεις. Ο Κασομούλης πάντως, τοποθετεί τη γέννησή του ανάμεσα στο 1770 και στο 1773, ο Φραγγίστας το 1777, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις σημειώσεις του Καρπενησιώτη γερουσιαστή Τσιγκόλη το 1775. Η χρονολογία μάλιστα αυτή τείνει να θεωρηθεί ως η πιο πιθανή. Νουνός του Κατσαντώνη ο ίδιος ο Δίπλας και κατ' άλλη εκδοχή (Κ. Ράμφου), ήταν ο Δήμας από το Κόρθι της Ηπείρου, που ήταν τσοπάνος στα αιγοπρόβατα του Αλή πασά.
Για το παρουσιαστικό του Κατσαντώνη οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με "κομψήν οσφύν", ευκίνητος, μαύρο μουστάκι και "αστραπηβόλλους οφθαλμούς", ατρόμητος, σωστό παλικάρι, σύμφωνη δε με το θέμα αυτό είναι και η τοπική παράδοση στ' Άγραφα, αλλά και το ασύγκριτο φυσικό και αγνό περιβάλλον του Αγραφιώτικου χώρου και του σπιτικού του αρχοντόβλαχου Μακρυγιάννη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο. [Αναφορικά δε με την καθιέρωση του ονόματος του Κατσαντώνη, σημειούνται στη συνέχεια οι κυριότερες εκδοχές.
Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση η μητέρα του, που άκουγε το θρυλικό κλέφτη Δίπλα να διηγείται στο γιο της, όταν ήταν παιδί, για κλέφτικα λημέρια και την αντρειωμένη κλεφτουριά που μάχονταν τους Τούρκους και που αργότερα έβλεπε το νεαρό γιο της να ονειρεύεται την ελεύθερη ζωή των βουνών, τον παρακαλούσε να μείνει ακόμη λίγο στο χωριό ασφαλής κοντά της, λέγοντας "Κάτσε Αντώνη - Κάτσε Αντώνη", από όπου προήλθε τελικά και το όνομα Κατσαντώνης. Η πιθανότερη όμως εκδοχή είναι ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kacan" (Κατσάν) που σημαίνει φυγόδικος. Το γράμμα - c - στην τουρκική προφέρεται τσε. Ο Κατσαντώνης προτού ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή είχε καταστεί φυγόδικος (Κατσαν - Αντώνης) διότι είχε σκοτώσει κάποιον Τούρκο].
Πριν βγει στο κλαρί ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Στα εικοσιπέντε του χρόνια όμως, δηλ. το 1802, όπως υποστηρίζει ο Φραγγίστας, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ' έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί και εδάρη από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Μαζί με δέκα συγχωριανούς ή συγγενείς του άφησε το Μάραθο και εντάχθηκε στην ομάδα του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν νονός του. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια.
Μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο" Βουλγάρας
Μετά το θάνατο του Βεληγκέκα και ενώ ο Κατσαντώνης είχε πάρει την απόφαση να συμμετάσχει στην μεγάλη συνάθροιση των κλεφταρματωλών στη Λευκάδα, σημειώθηκε ο θάνατος του Δίπλα που όλα αυτά τα χρόνια πολεμούσε στο πλευρό του. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Τσιγκόλη ο Δίπλας σκοτώθηκε το 1802 σε κάποια μάχη στο Μαστρογιάννη, χωριό ανάμεσα στην Ευρυτανία και στη Θεσσαλία. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται ακριβής γιατί από σχετικές ιστορικές πηγές και μάλιστα από τον Φραγγίστα, υποστηρίζεται τεκμηριωμένα ότι ο Δίπλας σκοτώθηκε σε μάχη που έδωσαν οι Κατσαντωναίοι με τον Μουχουρντάρη στην ειδικότερη της "Βουλγάρας" τοποθεσία "Γρεβενοδιάσελο". Ο Μουχουρντάρης, που θεωρείτο ένας από τους ικανότερους στρατηγούς του Αλή πασά, τους αιφνιδίασε την ώρα που αυτοί διασκέδαζαν ρίχνοντας στο σημάδι. Οι Τουρκαλβανοί έπεσαν επάνω τους, τους περικύκλωσαν και η μάχη πεισματώδης διήρκεσε πολλές ώρες. Τελικά, ύστερα από πολλά γιουρούσια, ο Κατσαντώνης διέταξε την ηρωική έξοδο, διέσπασε το φραγμό των χιλίων Τούρκων και προκάλεσε μεγάλη φθορά στο ασκέρι των Τουρκαλβανών. Μουχουρντάρης άφησε στη Βουλγάρα 189 νεκρούς και 160 λαβωμένους. Σκοτώθηκαν όμως και από τους Κατσαντωναίους 17 άντρες και λαβώθηκαν 30. Ανάμεσα στους σκοτωμένους πρώτος και αλησμόνητος ήταν ο θείος των Κατσαντωναίων Βασίλης Δίπλας, 75 χρόνων, καθώς και δύο Φουρνιώτες, ο Μπίκας και ο Χουλιάρας. Μεταξύ δε των λαβωμένων ήταν και οι Καραϊσκάκης, Λεπενιώτης και Φραγγίστας. Όλα τα παλληκάρια πολέμησαν στη μάχη αυτή με απαράμιλλο ηρωισμό μέχρι το δειλινό και βγήκαν νικητές. Και ο Μουχουρντάρης ηττημένος τράβηξε το ίδιο βράδυ για το Καρπενήσι. Ο Παπαστρατής Γκουγκούμης, που τ' όνομά του (όπως γράφει ο Τάκης Λάππας στο βιβλίο του "Η κλεφτουριά και τα τραγούδια της"), ήταν Αποστόλης Στράτος, τσακώθηκε με τ' αδέρφια του και τ' άλλαξε με το Γκουγκούμης, επέμενε να πάνε 10 - 20 νομάτοι με λιγοστούς χωριάτες να μεταφέρουν τους νεκρούς και να τους χωματίσουν.
"Αδελφοί Χριστιανοί και ξακουσμένα παλληκάρια, είπε, αϊντέστε να πάμε πίσω στο Γρεβενοδιάσελο να πάρουμε των ηρώων μας τα ευλαβικά σκηνώματα, να τους περιμαζέψουμε όλους αντάμα και να τους θάψουμε κατά πως λένε τα εθίματά μας. Να μην τους φάνε τα όρνια και τα σκυλιά. Είναι κρίμα! Να μείνουν άψαλτοι κι άθαφτοι οι νεκροί μας".
Ξεκίνησε ο Παπαστρατής Γκουγκούμης με δέκα παλικάρια και με δυο χωριάτες με τσαπιά και φτυάρια, πήραν τους σκοτωμένους και τους έθαψαν όλους αντάμα. Ο Παπαγκουγκούμης έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τα παλικάρια έριξαν μια μπαταριά και ξαναγύρισαν στα λημέρια τους. (Αφήγηση Λάμπρου Μάλαμου : " Ο Κατσαντώνης και η Κλεφτουριά ".
Λες και γράφτηκαν γι' αυτούς οι παρακάτω στίχοι του Δροσίνη :
" Πολύ βαθιά εκσκάφτηκε το χώμα
και στα χρυσά τα ρούχα τους ντυμένα
αγκαλιαστά κατέβησαν τα κλέφτικα κορμιά,
λεβέντικα, σα ν άταν κοιμισμένα.
Και κλείστηκε η γη. Ούτε λιθάρι,
ούτε σταυρός, τους έχει χαριστεί
μήπως σκοντάψει τούρκικο ποδάρι
κι η ήσυχη φωλιά τους γνωριστεί ".
Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι που ακολουθεί:
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, πατέρας του Κατσαντώνη, γεννήθηκε στο Βασταβέτσι (Πετροβούνι) της Ηπείρου. Κυνηγημένος από τον Αλή πασά πήρε το μικρό του κοπάδι και κατευθύνθηκε για να κρυφτεί στην περιοχή των Αγράφων, όπου κυριαρχούσε η κλεφτουριά με πρώτο κλέφτη τον ξακουστό Βασίλη Δίπλα. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας, όπου οι κάτοικοι του χωριού τον καλοδέχτηκαν, τον βοήθησαν να στεριώσει και μάλιστα τον πάντρεψαν με την Αρετή, μια συγχωριανή τους, κόρη του κλεφτοκαπετάνιου στ' Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα αγόρια : 1) τον Κατσαντώνη, 2) τον Κώστα Λεπενιώτη, που γεννήθηκε στη Λεπενού, 3) τον Γιώργο Χασιώτη, που γεννήθηκε στα Χάσια και 4) το Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και την κόρη τους Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων.
Στο Μάραθο γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης. (Υπάρχουν ορισμένες αντιρρήσεις αν ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Μάραθο. Μερικοί, όπως ο Κ. Ρωμαίος υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε κοντά στο Βασταβέτσι. Οι περισσότεροι όμως από τους περιηγητές ή ιστοριογράφους, όπως ο Fauriel, ο Pouqueville, ο Emerson, αλλά κυρίως ο γερουσιαστής Γιάννης Τσιγκόλης, που έγραψε τις σημειώσεις του ακολουθώντας πιστά τη διήγηση του Θεοδοσίου Νικοθέου, γιου του Νικοθέου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ήρωάς μας γεννήθηκε στα Άγραφα και μάλιστα στον τόπο εγκατάστασης του πατέρα του, το Μάραθο). Ως προς τη χρονολογία γέννησής του υπάρχουν και εκεί αντικρουόμενες απόψεις. Ο Κασομούλης πάντως, τοποθετεί τη γέννησή του ανάμεσα στο 1770 και στο 1773, ο Φραγγίστας το 1777, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις σημειώσεις του Καρπενησιώτη γερουσιαστή Τσιγκόλη το 1775. Η χρονολογία μάλιστα αυτή τείνει να θεωρηθεί ως η πιο πιθανή. Νουνός του Κατσαντώνη ο ίδιος ο Δίπλας και κατ' άλλη εκδοχή (Κ. Ράμφου), ήταν ο Δήμας από το Κόρθι της Ηπείρου, που ήταν τσοπάνος στα αιγοπρόβατα του Αλή πασά.
Για το παρουσιαστικό του Κατσαντώνη οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με "κομψήν οσφύν", ευκίνητος, μαύρο μουστάκι και "αστραπηβόλλους οφθαλμούς", ατρόμητος, σωστό παλικάρι, σύμφωνη δε με το θέμα αυτό είναι και η τοπική παράδοση στ' Άγραφα, αλλά και το ασύγκριτο φυσικό και αγνό περιβάλλον του Αγραφιώτικου χώρου και του σπιτικού του αρχοντόβλαχου Μακρυγιάννη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο. [Αναφορικά δε με την καθιέρωση του ονόματος του Κατσαντώνη, σημειούνται στη συνέχεια οι κυριότερες εκδοχές.
Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση η μητέρα του, που άκουγε το θρυλικό κλέφτη Δίπλα να διηγείται στο γιο της, όταν ήταν παιδί, για κλέφτικα λημέρια και την αντρειωμένη κλεφτουριά που μάχονταν τους Τούρκους και που αργότερα έβλεπε το νεαρό γιο της να ονειρεύεται την ελεύθερη ζωή των βουνών, τον παρακαλούσε να μείνει ακόμη λίγο στο χωριό ασφαλής κοντά της, λέγοντας "Κάτσε Αντώνη - Κάτσε Αντώνη", από όπου προήλθε τελικά και το όνομα Κατσαντώνης. Η πιθανότερη όμως εκδοχή είναι ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kacan" (Κατσάν) που σημαίνει φυγόδικος. Το γράμμα - c - στην τουρκική προφέρεται τσε. Ο Κατσαντώνης προτού ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή είχε καταστεί φυγόδικος (Κατσαν - Αντώνης) διότι είχε σκοτώσει κάποιον Τούρκο].
Πριν βγει στο κλαρί ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Στα εικοσιπέντε του χρόνια όμως, δηλ. το 1802, όπως υποστηρίζει ο Φραγγίστας, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ' έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί και εδάρη από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Μαζί με δέκα συγχωριανούς ή συγγενείς του άφησε το Μάραθο και εντάχθηκε στην ομάδα του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν νονός του. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια.
Μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο" Βουλγάρας
Μετά το θάνατο του Βεληγκέκα και ενώ ο Κατσαντώνης είχε πάρει την απόφαση να συμμετάσχει στην μεγάλη συνάθροιση των κλεφταρματωλών στη Λευκάδα, σημειώθηκε ο θάνατος του Δίπλα που όλα αυτά τα χρόνια πολεμούσε στο πλευρό του. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Τσιγκόλη ο Δίπλας σκοτώθηκε το 1802 σε κάποια μάχη στο Μαστρογιάννη, χωριό ανάμεσα στην Ευρυτανία και στη Θεσσαλία. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται ακριβής γιατί από σχετικές ιστορικές πηγές και μάλιστα από τον Φραγγίστα, υποστηρίζεται τεκμηριωμένα ότι ο Δίπλας σκοτώθηκε σε μάχη που έδωσαν οι Κατσαντωναίοι με τον Μουχουρντάρη στην ειδικότερη της "Βουλγάρας" τοποθεσία "Γρεβενοδιάσελο". Ο Μουχουρντάρης, που θεωρείτο ένας από τους ικανότερους στρατηγούς του Αλή πασά, τους αιφνιδίασε την ώρα που αυτοί διασκέδαζαν ρίχνοντας στο σημάδι. Οι Τουρκαλβανοί έπεσαν επάνω τους, τους περικύκλωσαν και η μάχη πεισματώδης διήρκεσε πολλές ώρες. Τελικά, ύστερα από πολλά γιουρούσια, ο Κατσαντώνης διέταξε την ηρωική έξοδο, διέσπασε το φραγμό των χιλίων Τούρκων και προκάλεσε μεγάλη φθορά στο ασκέρι των Τουρκαλβανών. Μουχουρντάρης άφησε στη Βουλγάρα 189 νεκρούς και 160 λαβωμένους. Σκοτώθηκαν όμως και από τους Κατσαντωναίους 17 άντρες και λαβώθηκαν 30. Ανάμεσα στους σκοτωμένους πρώτος και αλησμόνητος ήταν ο θείος των Κατσαντωναίων Βασίλης Δίπλας, 75 χρόνων, καθώς και δύο Φουρνιώτες, ο Μπίκας και ο Χουλιάρας. Μεταξύ δε των λαβωμένων ήταν και οι Καραϊσκάκης, Λεπενιώτης και Φραγγίστας. Όλα τα παλληκάρια πολέμησαν στη μάχη αυτή με απαράμιλλο ηρωισμό μέχρι το δειλινό και βγήκαν νικητές. Και ο Μουχουρντάρης ηττημένος τράβηξε το ίδιο βράδυ για το Καρπενήσι. Ο Παπαστρατής Γκουγκούμης, που τ' όνομά του (όπως γράφει ο Τάκης Λάππας στο βιβλίο του "Η κλεφτουριά και τα τραγούδια της"), ήταν Αποστόλης Στράτος, τσακώθηκε με τ' αδέρφια του και τ' άλλαξε με το Γκουγκούμης, επέμενε να πάνε 10 - 20 νομάτοι με λιγοστούς χωριάτες να μεταφέρουν τους νεκρούς και να τους χωματίσουν.
"Αδελφοί Χριστιανοί και ξακουσμένα παλληκάρια, είπε, αϊντέστε να πάμε πίσω στο Γρεβενοδιάσελο να πάρουμε των ηρώων μας τα ευλαβικά σκηνώματα, να τους περιμαζέψουμε όλους αντάμα και να τους θάψουμε κατά πως λένε τα εθίματά μας. Να μην τους φάνε τα όρνια και τα σκυλιά. Είναι κρίμα! Να μείνουν άψαλτοι κι άθαφτοι οι νεκροί μας".
Ξεκίνησε ο Παπαστρατής Γκουγκούμης με δέκα παλικάρια και με δυο χωριάτες με τσαπιά και φτυάρια, πήραν τους σκοτωμένους και τους έθαψαν όλους αντάμα. Ο Παπαγκουγκούμης έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τα παλικάρια έριξαν μια μπαταριά και ξαναγύρισαν στα λημέρια τους. (Αφήγηση Λάμπρου Μάλαμου : " Ο Κατσαντώνης και η Κλεφτουριά ".
Λες και γράφτηκαν γι' αυτούς οι παρακάτω στίχοι του Δροσίνη :
" Πολύ βαθιά εκσκάφτηκε το χώμα
και στα χρυσά τα ρούχα τους ντυμένα
αγκαλιαστά κατέβησαν τα κλέφτικα κορμιά,
λεβέντικα, σα ν άταν κοιμισμένα.
Και κλείστηκε η γη. Ούτε λιθάρι,
ούτε σταυρός, τους έχει χαριστεί
μήπως σκοντάψει τούρκικο ποδάρι
κι η ήσυχη φωλιά τους γνωριστεί ".
Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι που ακολουθεί:
Μάχη της Τριφύλλας Κλειτσού:
Η πρώτη του σπουδαία νίκη του εναντίον των Τουρκαλβανών έγινε στα μέρη της Τριφύλλας του Κλειτσού, όταν το 1803, κατά το Δημήτρη Σταμέλο, (το 1805 κατά το Φραγγίστα), συνεπλάκη με το δερβέναγα Ιλιάσμπεη και τριακόσιους Αλβανούς τους οποίους έτρεψε σε φυγή, ενώ σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Ιλιάσμπεη. Θα πρέπει να αναφέρουμε σ' αυτό το σημείο ότι εκείνη την εποχή ο Κατσαντώνης έτρεφε μεγάλο μίσος εναντίον των Τουρκαλβανών, επειδή ο Αλή πασάς είχε διατάξει να συλλάβουν τους γονείς του και να τους μεταφέρουν στα Γιάννενα, όπου τελικά, αφού τους βασάνισε, τους σκότωσε. Ακόμη έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν άξιος διάδοχος του Δίπλα αφού ο θρυλικός κλέφτης του παραχώρησε την αρχηγία, αναγνωρίζοντας την παλικαριά και την ανδρειωσύνη του. Η ανάμνηση της μάχης της Τριφύλλας και του θανάτου του Ιλιάσμπεη αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι:
Ο Λιάζαγας ξεκίνησε και στην Τριφύλα πάγει
κι ο Κατσαντώνης χούγιαξε από το μετερίζι.
- Που πας Λιαζαντερβέναγα, που πας παλιομουρτάτη,
εδώ 'χω τα κλεφτόπουλα, εδώ 'χω τους χασάπες.
- Σ' εσέν' έρχομαι Αντώνη μου, σ' εσένα Κατσαντώνη.
Τρία τουφέκια τού ριξε, τα τρ' αράδα - αράδα.
Τόνα τον παίρνει στο πλευρό και τ' άλλο στο κεφάλι,
Το τρίτο το φαρμακερό, ανάμεσα στα μάτια.
Τους Τούρκους παίρνουνε μπροστά και στον Κλειτσό τους κλειούνε.
To σπίτι του Διαβάτη
Το σπίτι του Διαβάτη, βρίκεται σε μιά ράχη της Τριφύλλας, στη ράχη του Καραϊσκάκη, εδώ, που ο Γιώργης Καραϊσκάκης στις 15 Μαϊου του 1824, έδωσε μάχη με τους Τούρκους και τον συνεργάτη τους τον Γιαννάκη Ράγκο, μιά πανέμορφη τοποθεσία φυσικού κάλλους. Το έχτισε ο Νικόλαος Φλωράκης απο την Κορίτσα Κλειτσού, όπως και τη βρύση του Καραϊσκάκη με το κρύο νερό που μετέφερε 1km απο το βουνό Μάρτσα.
Μάχη στη Φιδόσκαλα Προσηλιάκου
Το 1807, σύμφωνα με τον Γιάννη Φραγγίστα, συναγωνιστή του Κατσαντώνη, στη μάχη που έγινα στη Φιδόσκαλα Προσηλιάκου, σκοτώθηκε ο σπουδαιότερος των αξιωματικών του Αλή Πασά, ο ικανότερος και ο φοβερότερος διώκτης των Ελλήνων, ο Βεληγκέκας. Η παράδοσή μας, λέει ότι στη στενή διάβαση, οι Κατσαντωναίοι έστρωσαν μια μπάτσα από έλατο για σύνθημα ταυτόχρονης σκοποβολής εναντίον του Βεληγκέκα. Από το ταμπούρι τους, που απείχε λίγα μέτρα από εκεί, μόλις είδαν τον Βεληγκέκα να πατάει τη μπάτσα, έριξαν ομαδικά και τον σκότωσαν. Τραβώντας ύστερα τα γυμνά σπαθιά τους, ρίχτηκαν στο κατατρομαγμένο ασκέρι, σκοτώνοντας ακόμη δώδεκα Αρβανίτες ενώ άλλοι τρομοκρατημένοι υποχώρησαν άτακτα. Τον αιμοβόρο Βεληγκέκα, τον μετέφεραν και τον έθαψαν σε έναν κήπο στο χωριό Χρύσου.
Τον Ιούνιο του 1807 μετά τη μάχη της φιδόσκαλας, ο Αλί Πασάς οργισμένος έστειλε στα βουνά των Άγραφων το σατράπη και αιμοβόρο παλαίμαχο Αγά Μουχτάρη ο οποίος αφού πηρέ μαζί του αρκετή στρατιωτική δύναμη από χιλίους Αρβανίτες κατευθύνθηκε με οδηγό κάποιον προδότη που γνώριζε των καταυλισμό των Κατσαντωναίων προς τον αυχένα του Γρεβενοδιάσελου μετάξι των χωριών Μαστρογιάννη και Σαραντάπορο από οπού οδηγεί ο δρόμος προς τα χωριά των Αγράφων εκεί σε αυτή τη δεσπόζουσα θέση Υπήρχαν τα τμήματα του Κατσαντώνη με αρχηγό το Δίπλα. ¨όπως ήταν αμέριμνοι ένας πυροβολισμός κάποιου σκοπού παρατηρητή ειδοποίησε ότι έφτασαν Τούρκικα τμήματα, αμέσως πήραν θέσεις μάχης αλλά δυστυχώς ήταν περικυκλωμένοι από παντού με άμεσο κίνδυνο αιχμαλωσίας ή εξόντωσης των , με αποφασιστικότητα όμως και σκληρή μάχη που έδωσαν τελικά τη νύχτα έσπασαν των κλοιό και σωθήκαν. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 17 παλικάρια μαζί με των ηρωικό Δίπλα. Η τοποθεσία αυτή λέγεται έως σήμερα (Στου Δίπλα) που υπάρχει και ο τάφος του γενναίου αυτού αρχηγού για να τον αποθανατίσουν στη συνεχεία του αφιέρωσαν και το τραγούδι:
Του Δίπλα οι φίλοι λέγανε
Και τον παρακαλούσαν
Σήκω να φύγεις Δίπλα μου
Πάρε και των Κατσαντώνη
Αλί Πασάς σας έμαθε
Στέλνει τον Μουχτάρη.
Και τα λημέρια φώναξαν
όσο και αν μπορούσαν
Ο Μουχτάρης έρχεται
Με τέσσερις χιλιάδες,
Φέρνει Αρβανίτες του Πασά
Πολλούς τσοπαναραίους
Στα δόντια φέρνουν τα σπαθιά
Στα χέρια τα τουφέκια,
Και ο Δίπλας αποκρίνεται
Και ο Δίπλας απαντάει
Όσο είναι ο Δίπλας ζωντανός
Πόλεμο δε φοβάται ,
Έχει λεβέντες διαλεκτούς
Αετούς Κατσαντωναίους
Τρώνε μπαρούτι για ψωμί
Τα βόλια σαν προσφάι
Σφάζουν τους Τούρκους σαν τραγιά
Αγάδες σαν κριάρια.
Μάχη Σπινάσας
Τον Ιανουάριο του 1808 σημειώνεται νέα μάχη με το Χασάν Μπελούση στο χωριό Σπινάσα (Νεράιδα τ. Δ. Δολόπων). Ο Χασάν λόγω του κρύου που επικρατούσε στην περιοχή αποφάσισε να παραμείνει στη Σπινάσα, στα σπίτια της οποίας είχαν ήδη καταλύσει ο Κατσαντώνης με τους άνδρες του. Μπαίνοντας στο χωριό ο Χασάν έγινε δεκτός με πυροβολισμούς και στη συνέχεια ακολούθησε φοβερή συμπλοκή που διήρκεσε περισσότερο από μια ώρα. Τελικά ο Χασάν αναγκάστηκε να υποχωρήσει με βαριές απώλειες και οι άντρες του ετράπησαν σε φυγή.
Πηγή : η ιστοσελίδα του πολιτιστικού συλλόγου Καρπενησίου
Η ιστορία της περιοχής μας , σόλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είναι στενά δεμένη με τη δράση του λαού και των ηγετών του. Πρόκριτοι και κοτζαμπάσηδες αρματολοί και κλέφτες , οπλαρχηγοί και καπετάνιοι, κληρικοί διανοούμενοι μάστοροι και καλλιτέχνες ανώνυμοι η πρόσωπα γνωστά προσέφεραν τις υπηρεσίες τους δίπλα στον ταλαιπωρημένο λαό, εκείνα τα ματωμένα χρόνια της προσπάθειας του να κατακτήσει τη λευτεριά πέρα απ’ όσα αναφέρουμε αλλού, θα παραθέσουμε εδώ τα απαραίτητα στοιχεία που απαριθμούν, εικονογραφούν και χαρακτηρίζουν μερικά από τα πρόσωπα που έπαιξαν κύριους ρόλους στα γεγονότα του τόπου, αλλά και ευρύτερα στο χώρο της Ρούμελη.Εκτός από τους ντόπιους , γίνεται αναφορά και σε άλλα πρόσωπα που οι ανάγκες του αγώνα τους έφεραν μέχρι τα μέρη μας.
Ακόμα, δεν παραλείπουμε και πρόσωπα με αρνητικές υπηρεσίες σ΄ αυτόν τον αγώνα του λαού μας.
Αλί Πασάς, Βελής Κώστας, Γάληδες, Γεαρακάρης Λιβέριος , Ευγένιος Γιαννούλης , ο Αιτωλός Γιολδασαίοι, Γόρδιος Ανάστασης, Καραϊσκάκης Γεώργιος, Κατσαντώνης, Καρπενησιώτης Αθανάσιος, Καστανοφύλης Κύριλος, Κφρίτσας Κώστας, Κοντογιαννέοι, Λεπενιωτης Κώστας, Λιβινης Κώστας, Μπότσαρης Μάρκος Μπουκουβάλας, Παλαιόπουλος, Τσολάκογλου Φραγκίστας Γιάννης, Χαντζόπουλος Αθανασιος, Μικρό Χορμόπουλο.
Συνέδριο στη Βρύση Μπουκουβάλα
Μετά την εκδίωξη του Καραϊσκάκη από τα Άγραφα, το Καροπλέσι, όπως και τα άλλα χωριά των Αγράφων, πέρασαν από πικρή δοκιμασία, από τη διαμάχη μεταξύ των οπλαρχηγών Ράγκου και Καραϊσκάκη, ιδίως από τα όσα υπέφεραν από τον αντιπρόσωπο του Ράγκου, Τούρκο Καραταϊρη.
Συνέπεια της διαμάχης αυτής, υπήρξε η συγκέντρωση την 27η Οκτωβρίου 1824, στη Βρύση Μπουκουβάλα - Γιαννουσαίικων, πενήντα δύο (52) αντιπροσώπων - προκρίτων των χωριών των Αγράφων, προς διαμαρτυρία στην Ελληνική Κυβέρνηση Ναυπλίου, για την εκδίωξη του Στρατηγού Καραϊσκάκη από το αρματολίκι των Αγράφων και την ανάθεσή του στο Ράγκο.
Οι συνελθόντες, εξέλεξαν και απέστειλαν στην Ελληνική κυβέρνηση Ναυπλίου, επιτροπή, από τους Παπαχρήστο Γούναρη, Παπαϊωάννου Δομιανίτη και Αναγνώστη Μπορμπόκη, με έγγραφη διαμαρτυρία, στην οποία με τα μελανώτερα χρώματα, περιέγραφαν την άθλια κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο πληθυσμός των Αγράφων, μετά την απομάκρυνση του Καραϊσκάκη και την ανάθεση των αρμάτων στον Ράγκο και παρακαλούσαν την Διοίκηση να επαναφέρει τον Καραϊσκάκη στα Άγραφα,
Πολλές ιστορικές τοποθεσίες γύρω από το Σαραντάπορο, έχουν ιστορικά ονόματα, όπως:
Το μνήμα του Δίπλα
Το λημέρι του Κατσαντώνη
Το καραούλι του Κατσαντώνη
Η βρύση Μπουκουβάλα
Θέση Καραϊσκος
Θέση Χουλιάρα
Θέση Μιλιώνη
Θέση Μπακογιάννη
Θέση Λεπενιώτη
Βρύση Καραϊσκάκη Τριφύλλας.
Το μνήμα του Δίπλα
Το λημέρι του Κατσαντώνη
Το καραούλι του Κατσαντώνη
Η βρύση Μπουκουβάλα
Θέση Καραϊσκος
Θέση Χουλιάρα
Θέση Μιλιώνη
Θέση Μπακογιάννη
Θέση Λεπενιώτη
Βρύση Καραϊσκάκη Τριφύλλας.
Σε όλες αυτές τις ιστορικές τοποθεσίες, προστίθεται τώρα και η Βρύση Βασίλη Δίπλα.
Αυτή τη βρύση, που επιμελήθηκα με μεράκι και κόπο, την αφιερώνω στους Βασίλη Δίπλα και τα παλικάρια του.
Αυτή τη βρύση, που επιμελήθηκα με μεράκι και κόπο, την αφιερώνω στους Βασίλη Δίπλα και τα παλικάρια του.
Πρόταση και επιθυμία μου, είναι στις 18 Αυγούστου, που γιορτάζει ο Άγιος Εφραίμ και καθώς η βρύση βρίσκεται στον ίδιο χώρο με το Ναό, να τελείται επιμνημόσυνη δέηση εις μνήμη αυτών.
Κλείνουμε με το τραγούδι που ακολουθεί:
Κλείνουμε με το τραγούδι που ακολουθεί: